- κλασαυχενισμός
- ο1. το να περπατά κάποιος καμαρωτά και θηλυπρεπώς κουνώντας τον αυχένα του δεξιά κι αριστερά2. το κόρδωμα, το να έχει κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλασαυχενίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου].
Dictionary of Greek. 2013.